ποπ-αρτ

ποπ-αρτ
(pop-art). Σύντμηση του popular-art, που καθορίζει την καλλιτεχνική τάση, η οποία δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ λίγο πριν το 1955 από μια αναβίωση του ντανταϊσμού (από όπου προέρχεται και ο χρησιμοποιούμενος σε ορισμένες περιπτώσεις όρος «νεο-νταντά»). Το ποπ-αρτ διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη με ενδιάμεσο σταθμό τη Γαλλία, όπου εξάλλου εκδηλώθηκε και με μια νέα μορφή, το νεορεαλισμό (nouveau-realisme). Αντίθετα από τους πραγματικούς καλλιτέχνες «νταντά» (Φρανσί Πικαμπιά, Μαρσέλ Ντισάν, Μαν Ρέι), οι οπαδοί αυτής τη τάσης απέβαλαν κάθε πρόθεση πρόκλησης ή γελοιοποίησης των αντικειμένων ή των εικόνων της σειράς που κατακλύζουν την καθημερινή ζωή των μεγάλων μαζών του πληθυσμού. Εφαρμόζοντας κατευθείαν επάνω αντικείμενα αληθινά (ένα ρολόι, ένα ταριχευμένο πουλί, κομμάτια από φωτογραφίες ή κλισέ όπως στις συνθέσεις του Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ), αντιγράφοντας ή μεγεθύνοντας αντικείμενα κοινής χρήσης (ένα νιπτήρα, μια κουζίνα, ένα σωληνάριο οδοντόκρεμας, όπως έκαναν ο Τζιμ Ντάιν ή ο Κλάους Όλντενμπουργκ), ο καλλιτέχνης «ποπ» φαίνεται ότι θέλει να επιστήσει την προσοχή στην κακή ποιότητα και στην αντικειμενική απρόσωπη βαναυσότητα των ειδών κοινής χρήσης, αλλά και ταυτόχρονα φαίνεται ότι την αποδέχεται. Ποπ-άρτ έργο του Αμερικανού Ράουσενμπεργκ με τίτλο «Μπάφαλο ΙΙ», με κομμάτια από διάφορες φωτογραφίες. Το «Τριφασικό πηνίο», έργο του Αμερικανού ζωγράφου και γλύπτη, Κλάους Όλντενμπουργκ. Ποπ-άρτ του Ρόι Λιχτενστάιν σε έκθεση του Μουσείου Τέχνης της Βαλένθια (φωτ. ΑΠΕ). Μεγάλος ποπ-αρτ πίνακας συνεργασίας Άντυ Γουάρχολ και Ζαν - Μισέλ Μπασκιά με τίτλο «Μοτοσικλέτα» («Motorbike»). (φωτ. ΑΠΕ). Ο περίφημος πίνακας «Orange Marilyn» (μεταξωτυπία - 1964) του Άντυ Γουόρχολ (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποπ αρτ — η, Ν καλλιτεχνικό κίνημα, κατά βάση αγγλοαμερικανικό, που εμφανίστηκε στα τέλη τής δεκαετίας τού 1950 και χαρακτηριζόταν από τη χρήση εικόνων τής αστικής καθημερινότητας και τών διαφόρων όψεων τής λαϊκής κουλτούρας μιας καταναλωτικής κοινωνίας,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λίχτενσταϊν, Ρόι — (Roy Lichtenstein, Νέα Υόρκη 1923 – 1997). Αμερικανός ζωγράφος, γλύπτης και διακοσμητής. Οι πίνακές του, βασισμένοι σε διαδικασίες και μοτίβα σχεδιασμού κόμικς, τον ανέδειξαν σε έναν από τους βασικούς εκπροσώπους της αμερικανικής ποπ αρτ του 20ού …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφική — Κάθε δισδιάστατη επιφάνεια, πάνω στην οποία ο άνθρωπος εκφράζεται σχηματίζοντας διάφορα σημεία ή παραθέτοντας χρώματα ή δημιουργώντας αντιθέσεις φωτεινών και σκοτεινών τόνων με την τεχνική της νωπογραφίας, της τέμπερας, της υδατογραφίας… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”